- γνωστικούς
- γνωστικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПЛОТИН — • Plotīnus, Πλωτι̃νος, родился в Ликополе в Египте, в 205 г. от Р. X., был 30 40 лет от роду учеником Аммония Сакки в Александрии, совершил затем путешествия по Персии и Индии и жил под конец в течение 26 лет в Риме. Здесь он… … Реальный словарь классических древностей
Plotīnos — Plotīnos, aus Lykopolis in Ägypten, geb. 205 n.Chr., Neuplatoniker, Schüler des Ammonios Sakkas in Alexandrien, machte dann Reisen durch Persien u. Indien, lehrte hierauf 26 Jahre die neuplatonische Lehre in Rom u. lebte zuletzt in Campanien, wo… … Pierer's Universal-Lexikon
γνωστικισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα σύνολο θεωριών και αιρέσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των σχολών αυτών ήταν ο Σίμων ο Μάγος, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης. Οι … Dictionary of Greek
ιρασιοναλισμός — και ιρρασιοναλισμός, ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος, η νόηση έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει, τουλάχιστον εντελώς, τη νομοτέλεια, τις ουσιαστικές ιδιότητες και τις αιτιακές σχέσεις… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… … Dictionary of Greek
προυνικεύω — Α (στους Γνωστικούς) ασελγώ, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
σωκρατίτης — ὁ, Μ (ονομασία που αποδίδεται σε ορισμένους γνωστικούς) οπαδός τού Σωκράτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σωκράτης + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek